περιοδευτής — ὁ, ΜΑ [περιοδεύω] 1. αυτός που περιοδεύει, που πηγαίνει από τόπο σε τόπο, περιηγητής 2. γιατρός που περιοδεύει από πόλη σε πόλη για να εξετάζει ασθενείς ή να διδάσκει την ιατρική 3. εκκλ. α) ο κήρυκας τού Ευαγγελίου β) (στο παρελθόν) εκπρόσωπος… … Dictionary of Greek
περιοδευτικός — ή, ό / περιοδευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιοδεύω] 1. ο σχετικός με την περιοδεία ή με αυτόν που περιοδεύει αρχ. 1. ο ικανός να περιλάβει σύνολο γνώσεων και παρατηρήσεων («ψυχικὰς κινήσεις τῶν ἰδίως καλουμένων μαθημάτων περιοδευτικάς», Πτολεμ.) 2. (για … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… … Dictionary of Greek
περιοδεύω — ΝΜΑ ταξιδεύω γύρω γύρω, περιέρχομαι, μετακινούμαι από τόπο σε τόπο, πηγαίνω σε όλα τα σημεία περιοχής (α. «οι υποψήφιοι βουλευτές περιοδεύουν στην ύπαιθρο» β. «οὕς ἐξαπέστειλεν ὁ Κύριος περιοδεῡσαι τὴν γῆν», Ωριγ.) νεοελλ. το ουδ. εν. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
ταξιδιώτης — ο, θηλ. ταξιδιώτισσα, Ν 1. αυτός που ταξιδεύει, ταξιδευτής 2. εμποροϋπάλληλος που περιοδεύει 3. επιβάτης ταξιδιωτικού μέσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταξίδι + κατάλ. ώτης (πρβλ. στρατι ώτης)] … Dictionary of Greek
Αντύπας, Μαρίνος — (Κεφαλονιά 1872 – Πυργετός Θεσσαλίας 1907). Πρωτοπόρος του αγροτικού κινήματος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε με τους σοσιαλιστικούς κύκλους. Φοιτητής ακόμα, πήγε στην Κρήτη και πολέμησε ως εθελοντής εναντίον των Τούρκων και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
μπουλούκι — το (λ. τουρκ.) 1. σκόρπιο πλήθος ανθρώπων, στίφος· στην τουρκοκρατία, στρατιωτική μονάδα. 2. θεατρικός θίασος που περιοδεύει στην επαρχία και δίνει παραστάσεις: Ξεκίνησε τη θεατρική της καριέρα σε μπουλούκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)